- ποδηλατώ
- -έω, Ν1. μετακινούμαι με ποδήλατο2. εξασκούμαι στην ποδηλασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδηλάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδηλατώ — κινούμαι με ποδήλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)